πιθηκιδεύς

πιθηκιδεύς
πῐθηκ-ῐδεύς, έως, ,
A young ape, ib.7.47.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιθηκιδεύς — ο, ΝΑ το νεογνό τού πιθήκου, μαϊμουδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • πιθηκιδεῖς — πιθηκιδεύς young ape masc acc pl πιθηκιδεύς young ape masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”